- ανδράποδο
- τοδούλος, δουλοπρεπής: Μονάχα ανδράποδα θα συμπεριφέρονταν μ' αυτόν τον τρόπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανδραποδώδης — ἀνδραποδώδης, ες (Α) όμοιος με ανδράποδο, ταιριαστός σε ανδράποδα, δουλικός, ευτελής … Dictionary of Greek
εξανδραποδίζω — (Α ἐξανδραποδίζω) [ανδραποδίζω] (για ανθρ. ή πολιτείες) κάνω κάποιον ανδράποδο*, υποδουλώνω, υποτάσσω («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», Ηρόδ.) αρχ. αρπάζω, σφετερίζομαι, δημεύω («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», Πολ.) … Dictionary of Greek
φρενοκλόπος — ον, Α αυτός που εξαπατά, που πλανεύει το πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κλοπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. ἀνδραποδο κλόπος, κυνο κλόπος] … Dictionary of Greek
ανδραποδίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κάνω κάποιον ανδράποδο, δούλο: Οι τύραννοι ζητούν να ανδραποδίσουν τους πολίτες, ιδιαίτερα τους πιο αξιόλογους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξανδραποδίζω — εξανδραπόδισα, εξανδραποδίστηκα, εξανδραποδισμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ανδράποδο (βλ. λ.), τον υποδουλώνω. 2. μτφ., κάνω κάποιον τελείως υποχείριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)